Εντακτογόνο

Ευρετήριο λημμάτων

Εντακτογόνο (το), (εσφ. εντακτογενές), (αγγλ. entactogen)


Ο όρος εντακτογόνο επινοήθηκε από τον Ντέιβιντ Νίκολς ως εναλλακτικό του όρου 'ενσυναισθησιογόνο', προσπαθώντας να αποφύγει το ενδεχόμενο κακής σύνδεσης του τελευταίου με αρνητικούς συνειρμούς. Ο Νίκολς έκανε επίσης την εκτίμηση ότι η λέξη 'ενσυναισθησιογόνο' είναι περιοριστική και δεν καλύπτει άλλες θεραπευτικές χρήσεις για τις ουσίες που πηγαίνουν πέρα από την ενστάλαξη αισθημάτων ενσυναίσθησης.

Η λέξη 'εντακτογόνο' προέρχεται από τη ρίζα «Εν» (ελληνικά: μέσα), «Tactus» (λατινικά: αγγίζω) και «γενέσθαι».(Nichols 1986: 308)
Ωστόσο, κανένας από τους δυο αυτούς όρους δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στη χρήση και παρά τις διαφορές τους στην υποδήλωση, είναι ουσιαστικά όροι εναλλάξιμοι, καθώς αναφέρονται στις ίδιες ακριβώς χημικές ουσίες. Ο όρος εντακτογόνο λοιπόν αναφέρεται στην ουσία εκείνη που μπορεί να προκαλέσει σε κάποιον αύξηση της ενσυναίσθησης (αγγλ. empathy).
Ένα γνωστό ενσυναισθησιογόνο είναι το MDMA ("ecstasy").
ετικέτες: εντακτοκόνο, entactogen, ορισμός, λήμμα, ετυμολογία, λεξικό, wiki, βικιπαίδεια,

By Luminous on Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013 |

Αναζητήστε λήμμα, ορισμό, ετυμολογία στη Psychedelic Wikipedia - Βικιπαίδεια

Translate